ΟΜΑΔΑ ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ

ΜΙΑ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ Σ΄ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΖΕΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ... κάνε μια παύση στην ανία σου...

Δευτέρα, Μαρτίου 31, 2008

ΝΕΑ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΣΤΗΝ ΣΠΗΛΙΑ ΝΤΑΒΕΛΗ

Αναρτήθηκε από ΟΜΑΔΑ ΠΑΥΣΑΝΙΑΣ




Κυριακή 30-03-08 η βόλτα μας έβγαλε στην σπηλιά για άλλη μια φορά.. είχα ν ανέβω στο βουνό από το καλοκαίρι (πριν καίει) όλα καμένα.. πλην της γύρω περιοχής της σπηλιάς(περίεργο που γλίτωσε γι άλλη μια φορά) ένα άλλο πράγμα που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι μέσα στην σπηλιά είχαν γίνει ανακατατάξεις ,σκαμμένα πολλά σημεία..
Τώρα όσο αφορά την έρευνα μπήκα μέσα σε μια από τις 3-4 εισόδους που έχει στο εσωτερικό της η σπηλιά, και για καλή μου τύχη συνάντησα και δυο παιδιά μέσασυγκεκριμένη τρύπα έχει 4 επίπεδα είναι πολύ στενή και αρκετά επικίνδυνη μπορώ να πω στο τέλος είναι αδιεξοδο και έχει μια μικρή λιμνούλα
το τριγωνικό τέλος της διαδρομής μας έβαλε σε σκέψεις...



Ακολουθεί τμήμα κειμένου από την ιστοσελίδα www.iranon.gr και μιλάει για την λιμνούλα που βρήκαμε και εμείς και σας την παρουσιάσαμε

Πρόκειται για ένα άρθρο με τίτλο "Το μονοπάτι της σπηλιάς", που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Νέα Εστία" τον Οκτώβριο του 1927 (εμείς το βρήκαμε στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη - περιοδικό "Νέα Εστία", τόμος Β' 1927, σελίδες 776-778). Ας δούμε λοιπόν εδώ αυτούσιο το άρθρο αυτό, σχολιάζοντας κάποια σημεία του στη συνέχεια.
Το μονοπάτι της σπηλιάς

Εσκεφθήκατε ποτέ τι διαφέρει εκείνος που κατέρχεται την οδό Σταδίου από εκείνον ανέρχεται το μονοπάτι του βουνού; Περισσότερον πολιτισμένος βεβαίως είναι ο πρώτος, αλλά περισσότερον άνθρωπος ο δεύτερος. Ούτε σκουντά για να προχωρήση, ούτε τον σκουντούν για να προσπεράσουν. Και τα δύο χαρακτηριστικά αποκλειστικά ζωώδη. Βαδίζει σε έδαφος που είναι παστρικόν όχι διότι επλύθη, αλλά διότι δεν ελερώθη: «θρυψαλικός» χαρακτηρισμός της πάστρας. Και πού τ' αφίνουν η νεροποντές να λερωθή;! Κάπου κάπου κανενός λαγού σημάδι ή κανενός κατσικιού ξαλάφρωμα -σαν κουκιά κομπολογιού που 'σπασε το κορδόνι του- είναι για να σου φανερώσουν μόνο πως το μονοπάτι αυτό το ξέρουν κι άλλοι.

Έπειτα αυτή η ολοένα ανύψωσις με αρχικό σημάδι στη γη και τελικό στα ουράνια; Έπειτα η ευωδία που αναδίδουν τα χαμόκλαδα δεξιά κι αριστερά στο διάβα σου;

Και το τελευταίο, μα πρώτο από όλα: η απομόνωσις; Μέσα στη χώρα ακούς διαρκώς και με διαφόρους τρόπους τον ένα και τον άλλο να σου λένε τι είσαι. Και μόνον όταν βαδίζης στο μονοπάτι του βουνού κατάμονος, ερωτάς ο ίδιος τον εαυτό σου: τι είμαι; - ας τα πούμε εδώ που κανείς ούτε μας ακούει ούτε θα μας μαρτυρήση.

Τίποτε δεν διακόπτει την σκέψι σου, και μόνο την προσοχή σου κάπου κάπου διασπά κανένας αετός αφού πρώτα εχάραξ' έναν κύκλο στο αχανές, ετράβηξε ύστερα του' ψήλου. Η ώρα του η καλή!

Το μονοπάτι δεν το εδημιούργησε γεωμέτρης, ώστε να σε μπυρίζη ο ήλιος από την ανατολή ως τη δύσι, ή να σε στραβώνη η ανεμόσκονη του βοριά ή του μπάτη. Το εδημιούργησε η σοφία του στρατοσκόπου και του βοσκού. Δεν γνωρίζουμε ούτε τ' όνομα ούτε την χρονιά που το εχάραξαν. Είναι τάχα των νεωτέρων χρόνων, είναι βυζαντινό, είναι αρχαίο, είναι θρυλικό; Αυτό ο Θεός το ξέρει. Όλοι δεν έχουν τη φιλοδοξία του Νεοφύτου της Μονής Κυνηγού, για να στήσουν το κολωνάκι του Σταυρού στην οδό των Μεσογείων.

Αλλά το "μονοπάτι του Βριλησσού" δεν είναι σαν κάθε μονοπάτι. Αυτό αρχίζει με ένα πηγάδι και τελειώνει σε μια σπηληά: την περίφημη "Σπηληά της Πεντέλης" (1). Και είναι παμπάλαιο και λιθόστρωτον όλο το πανάρχαιον αυτό μονοπάτι, που το ανέβηκε κάποιος νυμφόληπτος στενάζοντας, το ανέβηκεν -αιώνας κατόπιν- και κάποιος ασκητής, στενάζοντας και αυτός. Ο πρώτος στέκεται στη μέση και απαγγέλλει ύμνον εις τη νύμφην της καρδιάς του - ο δεύτερος μουρμουρίζει ολοένα δέησιν εις την οσίαν της ψυχής του.

Όταν το πρωτοανέβηκα κ' εγώ, ήμουν παιδί. Ούτε από νύμφας ούτε από οσίας εγνώριζε η καρδιά μου και η ψυχή μου. Μα ούτε κ' εσκέφθηκα ποτέ αν έχω καρδιά η ψυχή.

Το μόνον που εγνώριζα ήταν να τραγουδώ. Και δεν έμεινε ευμορφιά χωρίς να την τραγουδήσω. Αυτός είναι ο λόγος που έπιασα φιλίες και με τους τζιτζίκους κ' έγραψα μάλιστα και στίχους συμπαθητικούς για δαύτους.

Δεν είναι όμως μονάχα ο νυμφόληπτος των αρχαίων χρόνων και ο ασκητής των παλαιών χρόνων που ανέβηκαν το μονοπάτι της Σπηληάς: το ανέβηκε και ο ΦΕΙΔΙΑΣ. Είπε και επέταξαν τα μάρμαρα που είχαν φλέβες -είναι στον τόπο τους ακόμα- και χάιδεψε εκείνα που εδημιούργησαν τους θεούς του Παρθενώνος του.

Αφήστε λοιπόν, αναγνώσται τώρα όλοι μισορουφημένο τον καφέ σας και πάρτε τον ανήφορο. Από τα ίχνη της μεγαλοφυίας που κείνται αριστερά ανεβαίνοντας, κάτι θα κολλήσετε και σεις (2). Αυτός είναι ο αισθητικός δρόμος που θα σας οδηγήσει στην αθανασία. Δεν θα λάβετε αφορμή να φωνάξετε: «τόπο για να περάσουμε». (Απαράλλακτα όπως εκείνος που κρατώντας ένα σκοινί στο χέρι, φώναζε στην κοσμοπλημμύρα της αγοράς: «βάρδα να μη σας κουτουλήσει το βόιδι». Και όταν τον ερώτησαν που είναι το βόιδι; απήντησε: «Τώρα πάω ναν το πάρω».)

Εγνώρισα τη Σπηληά και την 'Ανοιξι που ήταν κατανθισμένος ο μοσχολιός (3) που στεφανώνει την μπασία της -ευχηθείτε όλοι οι αισθητικοί να μην ξεραθεί ποτέ του!- την εγνώρισα και τον Σεπτέμβρη που ο κίτρινος κρόκος, ο λαλές (4), είχε ταπητοστρώσει την είσοδο της.

Και μόνον, όσες φορές και να πήγα στη σπηληάν αυτή, -αμέτρητες είναι- ο καταπράσινος κισσός του Διονύσου εστόλιζε πάντα τας παραστάδας της αχειροποιήτου πύλης της (5).

Για τον κισσό του Θεού της εμπνεύσεως, όπως και για την εληά της Θεάς της σοφίας δεν υπάρχουν εποχαί του χρόνου. Πάντα είναι πράσινα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Φειδίας, κάποτε σε εύθυμες στιγμές -και πότε έλειπαν τέτοιες στιγμές απ' τους ευλογημένους αυτούς!- εστεφάνωσε με τους κοσσύμβους του κισσού αυτού την ωραία του κεφαλή!

Και μπαίνοντας μέσα, νομίζει κανείς θα τον ιδή να προβάλη πίσω από τα παραπετάσματα -από σταλακτίτες είναι- της αιθούσης αυτής του Βριλησσού. Νομίζει πως θ' ακούση την φωνή του και ξαφνίζεται στους ήχους που κάνουν οι σταλαγματιές στάζοντας από τον θόλο της σπηληάς στην μαρμαρένια γουβίτσα, που μόνη της την εσχημάτισε.

Ήχοι ρολογιού που μετρά τους αιώνας είναι η σταλαγματιές αυτές, ή νότες της μουσικής των πνευμάτων.

Και ξαφνίζεται ακόμη περισσότερο, όταν κάποια πετρίτσα, πέφτοντας από τους θόλους κάτω, λες και προστάζει την ηχώ να επαναλάβη το άκουσμα του στοιχειού που την έριξε.

Τώρα γίνε δαδούχος, αναγνώστα, προχώρησε προς τα μυστήρια του χάους. Εκεί θα βρης την μαρμαρένια σκάλα που οδηγεί στη μυστική στέρνα του βάθους: πρόσεξε να μη γλιστρήσης, δυστυχισμένε! (6)

Κάποιος θρύλος που έγινε κατόπι παράδοσις και λογοτεχνήθηκε κι όλας σε παραμύθι, θέλει πως μέσα στην σπηληάν αυτή κάποτε χάθηκ' ένας βασιληάς, και γυρεύοντας τον η βασιλοπούλα, εχάθηκε κι αυτή μέσα στους θόλους που τους υποβαστάζουν κολώνες από σταλακτίτες (καταχωμένοι είναι τώρα οι περισσότεροι θόλοι). Μα η νυχτερίδες που όλο και τριγύριζαν στη σπηληά μέσα, ειδοποίησαν μια κουκουβάγια, κι αυτή ωδήγησε τη βασιλοπούλα και βγήκεν έξω.

Και κάποιους στίχους είχα διαβάσει στα περασμένα μου χρόνια για τον θρύλον αυτόν, και μάλιστα θυμούμαι τους πρώτους, μονάχ' αυτούς.



- Νυχτερίδες του γκρεμού,

κουκουβάγιες του χαμού,

της μαγεύτρας τα πουλιά,

τι ζητάτε στη σπηλιά; (7)



- Χάσαμε το βασιληά

πούχε τ' αργυρά μαλιά.

Χάσαμε τη ρηγοπούλα,

τη χρυσή βασιλοπούλα!
Ας γυρίσωμε τώρα φύλλο. Και για να γίνει η μεταστροφή πλήρης, ας ανάψωμε και λίγο μοσχολίβανο.

Στην θέα του πρώτου ασκητού που επάτησε το κατώφλι της σπηληάς -κάπου τώγραψα αυτό (8)- αι Νύμφαι κατατρομαγμένες έφυγαν απ' τη σπηληά.

Ο ασκητής, αφού εσταυροκοπήθηκε τρεις φορές, ήπιε απ' το νερό της γουβίτσας. Μα είχαν ακουμπήση σ' αυτήν τα χειλάκια της Νύμφης. Το νερό έγινε τότε αθάνατο και ο ασκητής γεράματα δεν είχε. Κι αν δεν γκρεμιζότανε κάποτε, θέλοντας να πιάση τη νύχτα έναν αητό που φώλιαζε στους βράχους, για να του βγάλη ένα φτερό να γράψη της αμαρτίες του, θάνατο δεν θα γνώριζε.

Είχαν τρομάξει και άλλοτε αι Νύμφαι, νομίζοντας πως τας ανεκάλυψεν ο Σιληνός (9) οδηγών στίφος Σατύρων. Αλλ' ήσαν τράγοι (10), και αι Νύμφαι εξέσπασαν σε γέλια. Τώρα όμως δεν γελούν εις την θέαν του τραγογένη -έτσι τον θέλει ο λαός τον 'Αγιον άνθρωπο- φεύγουν, κι ακόμη φεύγουν!... Αλλά δεν τας ελησμόνησεν η παράδοσις και εσώθησαν εις την διήγησιν «για τις δύο νύφες που για να γλυτώσουν από τους ανεπιθύμητους γαμπρούς, κατέφυγαν στη σπηληά της Μεντέλης».
Ο ασκητής μας δεν λαξεύει, όπως ο Νυμφόληπτος της σπηληάς του Υμηττού τον Πάνα, ούτε τον ευατόν του, ούτε την Νύμφην της αγάπης του που τον έκαμε και πήρε τα βουνά· ο Ασκητής του Βριλλησσού λαξεύει τους Αγγέλους που θα παραλάβουν την ψυχήν του, Σταυρούς και άλλους Σταυρούς, κάτι αετούς -αυτούς που του έδωσαν την ιδέαν της καταστροφής του- και ένα τσαμπί σταφύλι που είναι και θρησκευτικόν σύμβολον, αλλά και παιδιάστικη του ίσως ανάμνησις, από τότε που ελέγετο Νικολάκης. Κατόπιν έγινε Νικόλαος και τώρα Νικάνωρ. ('Αγιος Νικόλαος είναι και η εκκλησία του σπηλαίου).

Αλλά κοντά στο τσαμπί είναι λαξευμένο και ένα περιστεράκι, και το τσαμπί βγαίνει από ένα βάζο που έχει το σχήμα καρδιάς! Δυστυχισμένε ασκητή, χωρίς να το θέλης μας εξεμυστηρεύθης τον πόνον σου. Αυτή είναι η ιστορία σου όλη κι όλη (11).

Αν ερωτάτε και για ελλόγου μας: Οσάκις επισκέπτομαι τη σπηληά, αφού πιω από το νερό της γούβας -αμαρτίες δεν έχω που γράφονται- προσφωνώ τον Φειδία, τον Ικτίνον και τον Καλλικράτη, και πρώτ' απ' όλους τον Περικλή. (Φίλε της ζωής μου και των εκδρομών μου Γιαννόπουλε (12), ποτέ δε λησμονώ να προσφωνήσω και σε). Εισέρχομαι κατόπιν εις το αχειρποίητον παρεκκλήσι και προσεύχομαι. Αυτόν τον συνδυασμόν συνύφανε με την ιστορίαν του ο Ελληνισμός.

Το μονοπάτι του Βριλησσού θα το πάρω και πάλι, για να επισκεφθώ τη σπηληά που συνδέεται τόσο με τη ζωή μου, και κάθε τόσο θαν το ανεβαίνω εως να έρθη η μέρα που θα μου πη η ανηφόρα του: «Φτάνει σου. Εγέρασες πια».

Δ. Γρ. Καμπούρογλους.

0 ΧΡΟΝΟΠΛΗΚΤΟΙ:

Blog Widget by LinkWithin

Τα πάντα ρει...

Βαδίζοντας σε διάφορες περιοχές διαπιστώνεις πως ότι βλέπεις είναι μοναδικό ! Από τη μια στιγμή στην άλλη αυτή η εικόνα έχει περάσει στο παρελθόν ,τίποτα δεν παραμένει ίδιο , για χίλιους λόγους όταν θα ξαναπεράσεις από το ίδιο μέρος τίποτα πλέον δεν θα είναι ίδιο και ο λόγος...ο άνθρωπος... αυτός, καταστρέφει τα πάντα...