Κυριακή 20 Απριλίου και ο δρόμος μας έβγαλε στο παλιό εργοστάσιο της Κολούμπια, ένα κτίριο του οποίου μόνο η είσοδος του μένει για να σου θυμίζει το ένδοξο παρελθόν του, οι χώροι στο εσωτερικό είναι ρημαγμένοι αφημένοι στο έλεος των πάντων, το μόνο που υπάρχει ακόμα είναι ένα μεγάλο μέρος μουσικού αρχείου το οποίο όμως είναι σε μορφή μαγνητοταινίας δηλαδή παντελώς άχρηστο εκτός και αν περισσέψει Κανά ψιχουλακι από τα εκατομ.ευρω που δόθηκαν από το α-Κράτος για την ψηφιοποίηση αρχείων του ιδρύματος Κ.Καραμανλη Α.Παπανδρεου και του γνωστού και μη εξαιρετέου Επίτιμου Παπαρακη(ΔΕΝ ΛΕΩ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΓΚΑΝΤΕΜΙΑΣΩ ΤΟ BLOGΜΑΣ)
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ...
Ιστορίες γραμμένες σε 45 στροφές
Η επανακυκλοφορία σε CD κλασικών δίσκων από τις δεκαετίες του '50 και του '60 ανακαλεί στη μνήμη ανεπανάληπτες στιγμές που διαδραματίζονταν στο στούντιο κατά την ηχογράφηση αυτών των τραγουδιών.
Γιώργος Ζαμπέτας: «Δάσκαλε, δεν μπαίνω, σχολιάζω...»
Οι ιστορίες πολλές από τα στούντιο, όπου μουσικοί, συνθέτες, τραγουδιστές και εργάτες γίνονταν όλοι μια παρέα. Οπως για παράδειγμα έχει μείνει αξέχαστος ο «σχολιασμός» του Γιώργου Ζαμπέτα προς τον Μάνο Χατζιδάκι. Ηχογραφούν και οι δύο στο στούντιο. Ο Μάνος λέει στον Ζαμπέτα να βγει από το κομμάτι μόλις του κάνει νόημα. Ξεκινά η ηχογράφηση, κάνει νόημα ο Μάνος Χατζιδάκις, αλλά ο Γιώργος Ζαμπέτας συνεχίζει. Σταματά η ηχογράφηση και ξεκινά από την αρχή. Το ίδιο περιστατικό συνεχίζεται τρεις-τέσσερις φορές. Ο Μάνος κάποια στιγμή θυμώνει και απευθυνόμενος στον Ζαμπέτα του λέει σε αυστηρό τόνο: «Ρε Γιώργο, δεν σου 'χω πει να μην μπαίνεις;». Και ο Ζαμπέτας λέει το αμίμητο: «Δάσκαλε, δεν μπαίνω, σχολιάζω...».
Ο κ. Φεργάδης αφηγείται δύο μικρές ενδιαφέρουσες ιστορίες από τη ζωή των εργαζομένων στο εργοστάσιο της Κολούμπια. Οι ιστορίες αυτές μαζί με ανέκδοτο υλικό από τη ζωή της Κολούμπια περιέχονται στο υπό έκδοση βιβλίο του με τίτλο «Η τρίτη πλευρά... του δίσκου» ή «Η ιστορία της δισκογραφίας 1930-1990 μέσα από το εργοστάσιο της Κολούμπια».
Η πάλη συνθέτη και ηχολήπτη
Νέος συνθέτης από τους πλέον επιτυχημένους της δεκαετίας του '70, ιδιόρρυθμος στη συμπεριφορά, οδηγός καρμανιόλα με το mini του, συνήθιζε να γράφει στο στούντιο της Κολούμπια με έναν συγκεκριμένο ηχολήπτη, τον καλό φίλο Γ.Κ. το ίδιο περίεργος και ιδιόρρυθμος τύπος.
Οταν τελείωνε η ηχογράφηση ενός «κομματιού», όπως συνηθίζεται πάντα (τότε και τώρα) το έβαζαν για ακρόαση. Αν η γνώμη του συνθέτη συνέπιπτε με τη γνώμη του ηχολήπτη είχε καλώς. Αν όμως δεν συνέβαινε αυτό, τότε συνέβαιναν αυτά:
Συνθέτης: Δεν μ' αρέσει. Πάμε για άλλο.
Ηχολήπτης: Δεν κατάλαβα. Το κομμάτι είναι πρώτο, δεν το αλλάζουμε.
Συνθέτης: Ποιος είσαι συ, ρε, που θα μου πεις ότι δεν το αλλάζουμε...
Ηχολήπτης: Αυτό που σου λέω.
Συνθέτης: Αν είσαι μάγκας, ρε, πάμε έξω να σου δείξω εγώ.
Στο άψε σβήσε έβγαιναν έξω από το στούντιο, κι εμείς μαζί, στο άψε σβήσε πλακώνονταν στο ξύλο και όποιος κέρδιζε... αυτός και αποφάσιζε για το «κράτημα» ή όχι της ηχογράφησης.
Ο πονηρός Θεσσαλός
Τον Βάιο Μαλλιάρα ελάχιστοι ίσως θα τον θυμούνται. Ηταν όμως ένα από τα πρώτα κλαρίνα την περίοδο 1950 μέχρι και 1970. Θεσσαλός, πονηρός, όπως όλοι(;) οι Θεσσαλοί, είχε παίξει με το κλαρίνο σε όλα τα πανηγύρια της Ρούμελης και της Θεσσαλίας.
Οταν λοιπόν κατέβαινε στην Αθήνα για το «χτύπημα της πλάκας» ερχόταν και στο λογιστήριο της Κολούμπια για να εισπράξει τίποτε δικαιώματα (σ.σ.: από τους δίσκους όπου είχε συμμετάσχει).
Η Τέτα Κεράνη, υπεύθυνη του Τμήματος Δικαιωμάτων, ήξερε το χούι του μπαρμπα-Βάιου. Αρχιζε λοιπόν να αθροίζει τα ποσά που έπρεπε να πάρει ο μπαρμπα-Βάιος. Οι αθροιστικές μηχανές τότε ήταν κάτι τεράστια μεταλλικά «κουτιά» με ταινία χαρτιού που για κάθε «πράξη» έκαναν μισό λεπτό και βάλε, πέρα από τον θόρυβο του «χαλασμένου λεωφορείου». Ακόμη έπρεπε να χτυπάς με δύναμη τα πλήκτρα της και πολλές φορές ολόκληρο το κουτί.
Ο μπαρμπα-Βάιος λοιπόν νόμιζε πως όταν χτυπάς αυτό το κουτί αυξάνονται τα χρήματα. Ετσι λοιπόν κάθε φορά που η Τέτα έστρεφε αλλού το κεφάλι της (σκόπιμα βέβαια) έβλεπες τον πονηρό Θεσσαλό να χτυπάει τη μηχανή από όλες τις πάντες για να αβγατίσουν τα λεφτά που θα έπαιρνε.
Αργά κατάλαβε ότι κάτι τέτοιο δεν γινόταν και ακόμη ότι οι πονηροί Αθηναίοι «έτσι τον πειράζανε». Κάτι έλεγε στη θεσσαλική διάλεκτο και έφευγε να «χτυπήσει καινούργια πλάκα».
Γρηγόρης Μπιθικώτσης: Η κακή προφορά τού «ρ»
Ο σερ του ελληνικού τραγουδιού δεν θα ξεχάσει ποτέ τον Οδυσσέα Ελύτη. «Οταν ηχογραφούσαμε το "Αξιον Εστί", είχε έρθει ο μεγάλος αυτός άνθρωπος στο στούντιο και την ώρα που τραγουδούσα με έπιασε από τη μέση. Με αγκάλιασε και με αυτόν τον τρόπο μου έδειξε την αγάπη του. Αυτός που ήταν πολύ κύριος στην καρδιά ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Τέλειος μουσικός, τι να πω για αυτόν; Θεός ήταν. Μόνο που κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης φώναζε πολλές φορές. Και αυτό όχι γιατί δεν ήταν καλός άνθρωπος, αλλά επειδή τα ήθελε όλα τέλεια, όπως τέλειος ήταν και αυτός. Ακόμη κάτι που θυμάμαι ήταν ότι πολλές φορές πήγαινα στο στούντιο κατευθείαν μετά τη δουλειά στο κέντρο. Και αυτό επειδή έπρεπε ο "λάρυγγας να είναι ανοιχτός", όπως λέμε στη γλώσσα μας». Τέλος, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης θυμήθηκε έστω και αμυδρά ακόμη ένα περιστατικό: «Τότε ηχογραφούσαμε μια και έξω, δεν είχαμε τη δυνατότητα της επανάληψης ή του πλέι μπακ όπως υπάρχει σήμερα. Στην ηχογράφηση της "Ρωμιοσύνης" σε κάποιο τραγούδι δεν προφέρω καλά το "ρ". Ο ηχολήπτης το παίρνει χαμπάρι και λέει στον Μίκη ότι πρέπει το τραγούδι να πάει από την αρχή. Ο Μίκης όμως αρνήθηκε λέγοντας ότι είχα τέτοια ένταση και πάθος που δεν πρόκειται να ξαναειπωθεί με τον ίδιο τρόπο».
Δήμητρα Γαλάνη: Η αποκάλυψη του έκο-ρουμ
Αυτό που έκανε εντύπωση στη Δήμητρα Γαλάνη ήταν τα έκο-ρουμ που υπήρχαν τότε στα στούντιο των εταιρειών. «Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που με πήγαν και μου το έδειξαν. Ηταν ένα άδειο υπόγειο κάτω από τα στούντιο ηχογράφησης όπου έφθανε η φωνή με το μεγάφωνο μπροστά σε ένα μικρόφωνο και αυτή γυρνούσε ξανά πίσω στο στούντιο. Με αυτόν τον τρόπο η φωνή των ερμηνευτών αποκτούσε το βάθος που ήθελε ο ηχολήπτης».
Βίκυ Μοσχολιού: Ο Μίκης με... «κονσερβοκούτι»
«Θυμάμαι ότι πάντοτε μου κόβονταν τα πόδια όταν έμπαινα στο στούντιο. Ετρεμα και συνεχίζω να τρέμω από την αγωνία κάθε στιγμή που ηχογραφώ. Οταν πρωτοξεκίνησα να ηχογραφώ το '62, δύο-τρεις μήνες ο Τάκης Λαμπρόπουλος, διευθυντής, με φώναζε στο στούντιο αμέσως μετά το μαγαζί, επειδή έλεγε ότι δούλευα πολύ καλύτερα σε υπερένταση. Κι εγώ τότε δεν ήξερα να χρησιμοποιήσω το μικρόφωνο. Και ξανά από την αρχή και πάλι από την αρχή και όσο έβλεπα τους μουσικούς να δυσανασχετούν τόσο περισσότερο έτρεμα.
Με τον Γιώργο Ζαμπέτα αυτό που θυμάμαι είναι τα ατέλειωτα γέλια και τα πειράγματα που έκανε συνεχώς μέσα στο στούντιο. Και μάλιστα όταν γυρνούσε κάποιος να με πειράξει, νέο κορίτσι ήμουν και ομορφούλα, γύριζε και του έλεγε "άσε, μωρή κουφάλα, το κορίτσι ήσυχο".
Θυμάμαι επίσης ότι με τον Γιώργο πριν από το στούντιο είχαμε πάει σε ένα γαμήλιο γλέντι μιας πολύς καλής και αριστοκρατικής οικογενείας στην Παιανία. Καλεσμένοι ανάμεσα σε άλλους τραγουδιστές και ηθοποιούς ήμασταν εγώ και ο Ζαμπέτας. Το τι τους έκανε δεν περιγράφεται. Και να σκεφτείς ότι του 'χα πει: "Γιώργο, μην πετάξεις τίποτε από αυτά που λες στα μαγαζιά. Μην τους ξεφωνίσεις. Είναι διαφορετικοί άνθρωποι. Εφοπλιστές, κύριοι με πολλά λεφτά, κυρίες με σμαράγδια και πετράδια". Τελικά όλοι αυτοί κατόπιν παροτρύνσεως του Ζαμπέτα μέχρι που έβγαλαν τα ρούχα τους. Οι άνδρες έκαιγαν τις γραβάτες τους με ουίσκι και κυλιόντουσαν στο πάτωμα. Μέχρι το πρωί ο Ζαμπέτας τους είχε "καθαρίσει".
Την πρώτη φορά που ηχογράφησα με τον Μίκη Θεοδωράκη ήταν και η πρώτη φορά που τον γνώριζα από κοντά. Ανάβει το κόκκινο φως στο στούντιο εγώ είχα ακούσει πολλά και περίεργα για τους κομμουνιστές , βλέπει το φως ο Μίκης και λέει: "Κόκκινο φως σαν αίμα". Εγώ ξεροκαταπίνω, κόβονται τα πόδια μου και νομίζω ότι θα 'ρθει καταπάνω μου να με σφάξει».
Η γοητεία του βινυλίου
Οσο παράδοξο και αν ακούγεται, τα «Συλλεκτικά 45άρια» που κυκλοφορούν από τη Minos-ΕΜΙ καταγράφουν όχι μόνο την ιστορία τής εν λόγω δισκογραφικής εταιρείας, που ξεκίνησε προπολεμικά ως Κολούμπια στα στούντιο της Ριζούπολης, αλλά μέσω της παρούσας έκδοσης οι ρετρό πινελιές της θυμίζουν τους δίσκους των 45 στροφών. Η εικαστική σχεδίαση των 24 πρώτων CD παραπέμπει αμέσως στα κλασικά 45άρια των δεκαετιών του '50 και του '60, ενώ συνθέτες και ερμηνευτές, όπως είναι ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Στέλιος Καζαντζίδης, η Βίκυ Μοσχολιού, η Πόλυ Πάνου, η Καίτη Γκρέυ, η Δήμητρα Γαλάνη, λένε τραγούδια κλασικά που έχουν γράψει τη δική τους ιστορία στην ελληνική μουσική.
«Η όλη ιδέα ξεκίνησε», όπως τονίζει μιλώντας στο «Βήμα» ο κ. Δημήτρης Φεργάδης, διευθυντής του τομέα βιομηχανικής παραγωγής της εταιρείας, «όταν σε κάποιο συμβούλιο σχετικό με θέματα προετοιμασίας και αξιοποίησης του παλαιού ρεπερτορίου μάς παρουσιάστηκε ένα CD από την Ιταλία το οποίο είχε τη μορφή αυτών που κυκλοφορήσαμε και εμείς τελικά. Η ιδέα μάς άρεσε και πήραμε την απόφαση να αναπαράξουμε τους δίσκους των 45 στροφών. Ενδεχομένως να ήμουν ο πιο θερμός υποστηρικτής της όλης ιδέας επειδή βρίσκομαι στην εταιρεία από το 1958. Τότε είχα προσληφθεί ως πρεσαδόρος και έχω πάρει μέρος στην παραγωγή των περισσοτέρων από αυτών των δίσκων που κυκλοφορούν σήμερα». Η επιλογή έγινε από τον ίδιο και τους κκ. Γιάννη Κολέθρα, Χάρη Τσακματσιάν. «Στην αρχή είχαμε σκεφθεί να κυκλοφορήσουμε 50 CD -singles αλλά φοβηθήκαμε μη "μπουκώσει" ο κόσμος. Τα σχόλια πάντως είναι πολύ θετικά αλλά οι πωλήσεις δεν είναι αυτές που τουλάχιστον εγώ περίμενα. Ισως επειδή έχω ζήσει το προϊόν στη διαδικασία παραγωγής του, περίμενα κάτι καλύτερο».
Ο κ. Δ. Φεργάδης γυρίζει πίσω στα τέλη της δεκαετίας του '50, όταν εργαζόταν στα στούντιο της Ριζούπολης. «Οι καλλιτέχνες ήταν παρόντες στη διαδικασία της παραγωγής του βινυλίου, από τον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση ως τον Γιάννη Μαρκόπουλο και τον Δήμο Μούτση. Σήμερα πιστεύω ότι η επαφή αυτή δεν υπάρχει. Ολοι εμείς που δουλεύαμε τότε είχαμε την αίσθηση ότι μετείχαμε σε καλλιτεχνική δημιουργία, έστω και αν ο κόσμος δεν ήταν τόσο εγγράμματος. Οταν, για παράδειγμα, έβγαινε το "Αξιον Εστί" όλοι οι εργάτες με συγκίνηση το τραγουδούσαν. Σήμερα οι αίθουσες όπου "κόβονται" τα CD είναι σαν χειρουργεία. Οι εργάτες φορούν άσπρες μπλούζες. Ισως γι' αυτό αγαπώ το βινύλιο, παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει καμία πρακτική σε αυτό. Ακόμη όμως και το σκρατς έχει τη γοητεία του».
Τα 24 CD-singles που κυκλοφορούν στα δισκοπωλεία από τη Minos-ΕΜΙ περιλαμβάνουν τα εξής τραγούδια: «Σκαλοπάτι σκαλοπάτι», «Σκαλί σκαλί κατέβηκα», «Μεσάνυχτα βαθειά σκοτεινιασμένα», «Τύραννε τι θα κερδίσεις», «Το καντήλι τρεμοσβήνει», «Αυτή θα ζήσει μ' άλλονε», «Δεν θέλω λίρες», «Ο τσολιάς», «Ο ταχυδρόμος πέθανε», «Τέτοια κούκλα και τσαχπίνα», «Θεσσαλονίκη μου», «Το κομπολογάκι», «Ψιλή βροχούλα έπιασε», «Δεν είμαι εγώ ο Γιώργος σου», «Το καπηλειό», «Ρίξε στο γυαλί φαρμάκι», «Θα τα κάψω τα λεφτά μου», «Τα τραίνα που φύγαν», «Θα πάω εκεί στην Αραπιά», «Νύχτες μαγικές», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Οσο αξίζεις εσύ», «Καλή τύχη», «Δεν υπάρχει ευτυχία», «Γιατί καλέ γειτόνισσα», «Γυάλινος κόσμος», «Αυτή η νύχτα μένει», «Απόκληρος της κοινωνίας», «Ο,τι αρχίζει ωραίο», «Μια παλιά ιστορία», «Ο,τι αγαπώ εγώ πεθαίνει», «Ο μύθος», «Ο κυρ Αντώνης», «Με παρέσυρε το ρέμα», «Η θάλασσα του Πειραιά», «Κάθε λιμάνι και καημός».
Γ. ΣΚΙΝΤΣΑΣ
Το ΒΗΜΑ, 18/02/2001 , Σελ.: C16
Κωδικός άρθρου: B13196C161
0 ΧΡΟΝΟΠΛΗΚΤΟΙ:
Δημοσίευση σχολίου